ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ὑπ’ αριθ. 3/2014

Ἐν Ἰωαννίνοις, τῇ 15ῃ Ὀκτωβρίου 2015
ΜΑΞΙΜΟΣ, ἐλέῳ Θεοῦ Μητροπολίτης
τῆς ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Ἰωαννίνων,
παντί τῷ πληρώματι τῆς καθ’ Ἡμᾶς θεοσώστου Ἐπαρχίας,
«χάρις ὑμῖν καί εἰρήνη ἀπό Θεοῦ Πατρός ἡμῶν καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἡ Ποιμαίνουσα Ἐκκλησία ἔχει χρέος καί ἀποστολή νά μεταδίδει στόν λαό της ἀνόθευτη τήν ἀποκαλυμμένη ἐν Χριστῷ ἀλήθεια, καί νά προστατεύει τά παιδιά της, ὅλους ἐσᾶς, «ὡς ἡ ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς» (Ματ. 23,37), ἀπό ἐκείνους πού προσπαθοῦν δολίως νά σᾶς ἀποσπάσουν ἀπό τούς κόλπους της.
Τελῶν ἐν πλήρει συνειδήσει τῶν ἀρχιερατικῶν μου εὐθυνῶν διά τήν διδασκαλία τῆς ὀρθῆς πίστεως στήν Ἐπαρχία μας, ἐπιθυμῶ διά τῆς παρούσης νά ἀπευθυνθῶ πρός ὅλους σας, καί νά σᾶς παρακαλέσω, «ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι’ ἡμῶν» (Β΄ Κορ. 5,20), νά μένετε σταθεροί στήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, καί ν’ ἀποφεύγετε τούς ψευδοδιδασκάλους, «οἵτινες παρεισάγουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας» (Β΄ Πέτρ. 2,1) στήν Ποίμνη τοῦ Χριστοῦ, «πλανῶντες καί πλανώμενοι» (Β΄ Τιμ. 3,13).
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐμπιστεύθηκε τήν Ἐκκλησία του στούς Ἀποστόλους καί δι’ αὐτῶν στούς διαδόχους τους, τούς Ἐπισκόπους καί λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας. «Βόσκε τά ἀρνία μου», εἶπε στόν Πέτρο∙ καί «ποίμαινε τά πρόβατά μου» (Ἰω. 21, 15-16), ἐπανέλαβε. Σέ ὅλους δέ τούς Ἀποστόλους, μετά τήν Ἀνάσταση, ἔδωκε τήν ἐντολή νά πορευθοῦν «εἰς τόν κόσμον ἅπαντα» καί νά κηρύξουν «τό Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μάρ. 16,15). Τούς ἀπέστειλε νά μαθητεύσουν «πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς» νά τηροῦν ὅλα ὅσα ὁ ἴδιος τούς εἶπε καί τούς δίδαξε (Ματ. 28, 19-20).
Συνεπῶς ἡ διακονία τοῦ «διδάσκειν», ὅπως καί κάθε διακονία στήν Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά ἀσκεῖται, παρά ἀπό τούς ἐντεταλμένους Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, τούς Ἐπισκόπους, κυρίως καί κατ’ἐξοχήν, κι ἔπειτα κι ἀπό ἐκείνους στούς ὁποίους οἱ Ἐπίσκοποι ἀναθέτουν αὐτό τό ἔργο. Ἐρήμην τοῦ Ἐπισκόπου οὐδείς δικαιοῦται νά διδάσκει τό ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας∙ ὄχι μόνο ἄν εἶναι αἱρετικός ἤ σχισματικός -αὐτοί, βεβαίως, ἀποκλείονται-, ἀλλά κι ἄν ἀκόμα πρόκειται γιά κληρικούς ἤ μοναχούς ἄλλων ἐπαρχιῶν, οἱ ὁποῖοι, αὐτόνομοι καί ἀνυπάκουοι, περιάγουν τάς πόλεις καί τάς κώμας διδάσκοντες, μή σεβόμενοι τήν Κανονική Ἐκκλησιαστική Τάξη…Πῶς μπορεῖ κανείς νά ἐξηγεῖ τό Εὐαγγέλιο καί νά κηρύττει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅταν δέν ἔχει ἀποσταλεῖ ἤ δέν ἔχει εὐλογία νά ἀσκεῖ αὐτό τό διακόνημα; «Πῶς δέ κηρύξωσιν, ἐάν μή ἀποσταλῶσι;» (Ρωμ. 10,15), ρωτάει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθυνόμενος πρός τούς Πρεσβυτέρους τῆς Μιλήτου καί τῆς Ἐφέσου, λέγει: «Προσέχετε στόν ἑαυτό σας πῶς θά συμπεριφέρεσθε καί τί θά διδάσκετε. Προσέχετε καί στό ποίμνιό σας, στό ὁποῖο τό Ἅγιο Πνεῦμα σᾶς τοποθέτησε ποιμένες, διά νά ποιμαίνετε τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, πού ὁ Κύριος ἐξαγόρασε μέ τό αἷμα του. Σᾶς λέω νά προσέχετε, διότι γνωρίζω τοῦτο, ὅτι μετά τήν ἀναχώρησή μου θά εἰσέλθουν μεταξύ σας ψευδοδιδάσκαλοι, σάν λύκοι ἄγριοι, πού ἀλύπητα θά βλάπτουν τίς ψυχές τῶν λογικῶν προβάτων. Καί ἀπό σᾶς τούς ἴδιους θά βγοῦνε ἄνθρωποι, πού μέ τά λόγια τους θά διαστρέφουν τήν ἀλήθεια, γιά ν’ ἀποσποῦν τούς μαθητές καί νά τούς κάνουν ἀκολούθους τους. Γι’αὐτό γρηγορεῖτε…» (Πρ. 20, 28-31).
«Ἐξ ὑμῶν αὐτῶν», λέγει∙ δηλαδή οἱ αἱρετικοί θά βγοῦν ἀπό ἀνάμεσά σας. Ἔτσι γίνεται πάντοτε∙ οἱ αἱρετικοί φυτρώνουν μέσα ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους. Ὅλοι ἐτοῦτοι οἱ αἱρετικοί στὶς μέρες μας, ἦσαν κάποτε παιδιά τῆς Ἐκκλησίας, βαπτισμένα καί μεγαλωμένα μέσα σέ αὐτήν. Μά τώρα γίνανε ἐχθροί καί πολέμιοι τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό βέβαια, τό φαινόμενο τῶν αἱρέσεων, δέν ἐμφανίσθηκε ξαφνικά, τυχαῖα. Ἡ ἰδιοτέλεια καί τό ὑλικό συμφέρον, ὁ ἐγωισμός καί ἡ ἀλαζονεία, ἡ ἀμέλεια καί ἡ ἀδιαφορία γιά πνευματική ζωή, ἡ ἀποξένωση ἀπό τή λατρεία, ἡ πολύμορφη ἁμαρτία καί ἡ ἀμετανοησία, ἡ ἀπώλεια ἐμπιστοσύνης καί ἡ ἔλλειψη πνεύματος ὑπακοῆς στόν ἱερό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, ὁ σκανδαλισμός, ἐνίοτε, τῶν συνειδήσεων τῶν πιστῶν ἀπό ἐκείνους, πού τάχτηκαν νά φυλᾶνε τήν ἄμωμη πίστη καί τήν ἅγια ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καί τά πρόδωσαν, ἰδού τό ἔδαφος, ὅπου εὐδοκιμοῦν οἱ αἱρέσεις καί τά σχίσματα.
Εἶναι φανερό, ὅτι οἱ κληρικοί ἔχουμε μεγάλη εὐθύνη, καί θά δώσουμε λόγο στόν Θεό, πού, μέ τά λάθη ἤ τίς παραλήψεις μας, γινόμαστε πολλές φορές αἰτία νά ἀπομακρύνονται ἀδελφοί μας ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, «προσέχοντες πνεύμασι πλάνης καί διδασκαλίαις δαιμονίων (Α΄ Τιμ. 4,1). Γι’αὐτό πρέπει ἐμεῖς πρῶτοι νά μετανοήσουμε καί νά ἐργασθοῦμε ἔτσι, ὥστε νά μήν ἀπολεσθεῖ κανείς ἀπ’ὅσους ὁ Θεός μᾶς ἐμπιστεύθηκε. Ἡ προτροπή τοῦ ἀποστ. Παύλου πρός τόν Τιμόθεο ἰσχύει καί γιά τόν καθένα ἀπό μᾶς∙ «Γίνου παράδειγμα τῶν πιστῶν καί στά λόγια σου καί στή συμπεριφορά σου καί στίς συναναστροφές σου πρός αὐτούς καί στήν ἀγάπη καί στήν πνευματική ζωή καί στήν πίστη καί στήν ἁγιότητα τοῦ βίου… Μήν παραμελεῖς τό χάρισμα πού ἔχεις μέσα σου, δηλαδή τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης…» (Α΄ Τιμ. 4,12.14). Γιά ὅσους ξεστράτισαν ἀπό τήν ὁδό τῆς ἀληθείας, ἡμεῖς νά προσευχόμαστε στόν Θεό καί νά λέμε∙ «τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ» (Λειτ. Μ. Βασ.). Τούς ἴδιους δέ, νά τούς νουθετοῦμε -οἱ ἱερεῖς-, μιά καί δυό φορές. Ἄν μετανοήσουν, νά τούς δεχόμαστε μέ χαρά «ἄμφω τώ χεῖρε προτείνοντες» (Ἱερ. Χρυσ.). Ἄν ἐπιμένουν στήν πλάνη, νά τούς ἀφήνουμε, καί ν’ἀγκαλιάζουμε μέ πατρική στοργή ἐκείνους πού ἀκοῦνε μέ ἐμπιστοσύνη καί ῥωτοῦν καί θέλουν νά μάθουν γιά τή σωτηρία τους.
Ἀλλά κι ἐσεῖς, ἀδελφοί, οἱ λαϊκοί, ἔχετε εὐθύνη, ὅταν δίνετε ἐμπιστοσύνη σέ ἀνθρώπους πού δέν ξέρετε ποιοί εἶναι κι ἀπό ποῦ ἔρχονται. Ποιός ἄλλος ἀπό τήν Ἐκκλησία ἔχει τήν ἁρμοδιότητα καί τήν εὐθύνη νά σᾱς μιλάει γιά τό Εὐαγγέλιο καί γιά τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως; Ἡ Ἐκκλησία, λέγει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15). Αὐτό τό κῦρος ἡ Ἐκκλησία τό ἀντλεῖ ἀπό τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ κεφαλή της, κι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού εἶναι ἡ ψυχή της. Ὡς ἀλάθητη λοιπόν ἡ Ἐκκλησία μας, διαφυλάσσει ἀκέραιο καί ἀναλλοίωτο τόν θησαυρό τῆς πίστεως, πού τῆς παρεδόθη ἀπό τόν Κύριο καί τούς Ἀποστόλους, καί ἐξηγεῖ αὐθεντικά τήν Γραφή καί τήν Παράδοση, φωτισμένη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού τήν ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13).
Μέ ποιό λοιπόν κῦρος οἱ αἱρετικοί ἔρχονται μέ μία ἁγία Γραφή στό χέρι, καί τήν ἐξηγοῦν ὁ καθένας τους ὅπως θέλει; Νά μᾶς ποῦνε, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ποῦ βρῆκαν τό βιβλίο αὐτό, καί ποιός τούς εἶπε πώς αὐτό τό βιβλίο εἶναι ἅγιο καί πώς περιέχει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ; Νά μᾶς ποῦν ἀκόμη, ποιός ἄφησε ἀπ’ ἔξω τά νόθα ἤ ψευδεπίγραφα βιβλία καί ὅρισε τόν λεγόμενο Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ τά εἰκοσιεπτά (27) γνήσια βιβλία; Τό Εὐαγγέλιο, ἀδελφοί, γράφτηκε μέσα στήν Ἐκκλησία, φυλάσσεται μέσα στήν Ἐκκλησία, ἑρμηνεύεται αὐθεντικά ἀπό τήν Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καί παραδίδεται ἀπό γενεά σέ γενεά στήν Ἐκκλησία. Τό λοιπόν, «ἀγαπητοί, μή παντί πνεύματι πιστεύετε, ἀλλά δοκιμάζετε τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι πολλοί ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τόν κόσμον» (Α΄ Ἰω. 4,1).
Ὅλα αὐτά, μέ δύο λόγια, θά ποῦνε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι γιά μᾶς ἡ ἀσφάλεια καί ἡ προστασία∙ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας φυλάσσεται ἀνόθευτος ὁ θησαυρός τῆς πίστεως∙ στήν Ἐκκλησία μας παρέχεται ἡ χάρη διά τῶν Μυστηρίων∙ στήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, τό φῶς καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή∙ στήν Ἐκκλησία ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα∙ στήν Ἐκκλησία ὁ ἁγιασμός καί ἡ σωτηρία∙ ὅλα στήν Ἐκκλησία… Τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Εὐσεβεῖς ἀδελφοί∙ «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε» (Ἑβρ. 13, 17). Ἀκοῦτε πάντοτε τήν φωνή τοῦ Ποιμενάρχη σας καί τῶν πνευματικῶν σας πατέρων∙ ὄχι τίς φωνές τῶν ἀλλοτρίων.
«Ὡς πατήρ τά ἑαυτοῦ τέκνα» σᾶς παρακαλῶ ὅλους, ὅπως «σπουδάσωμεν τηρεῖν τήν ἑνότητα τῆς πίστεως». Ἐάν ἔχουμε τήν ἑνότητα τῆς πίστεως, θά ἔχουμε καί τήν «κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἡ χάρις καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, «τοῦ καλοῦντος ἡμᾶς εἰς τήν ἑαυτοῦ βασιλείαν καί δόξαν», εἴη μετά πάντων ὑμῶν, ἀδελφοί. Ἀμήν!
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
†Ο ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΜΑΞΙΜΟΣ