Ιερά Μητρόπολις Ιωαννίνων

                     Ἱερὰ Μονὴ Ἐλεούσας Νήσου Ἰωαννίνων

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἐλεούσας, ἡ ὁποία βρίσκεται νοτιώτερα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ντίλιου, ἐτιμᾶτο ἄλλοτε στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἐπονομάζεται δὲ καὶ τῶν «Μεθοδάτων ἤ Γκιουμάτων» ἀπὸ ὁμώνυμες πιθανῶς οἰκογένειες. Ἡ μετονομασία της σὲ Μονὴ Ἐλεούσας ὀφείλεται, κατὰ τὴν παράδοση, στὴν εἰκόνα τῆς Ἐλεούσας, ἡ ὁποία τώρα βρίσκεται στὸν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τῆς Μονῆς. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση τῶν Ἰωαννίνων ἀπὸ τοὺς Τούρκους (1431) βρισκόταν στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς μέσα στὸ Κάστρο τῶν Ἰωαννίνων· μετὰ τὴ μετατροπή, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας σὲ τζαμί, τὸ 1548, κάποια μοναχὴ Παρθενία μετέφερε τὴν εἰκόνα, κατόπιν ὀνείρου ποὺ εἶδε, στὴ Μονή ὅπου βρίσκεται σήμερα. Ἔκτοτε ἡ Μονὴ μετονομάστηκε σὲ μονὴ τῆς Ἐλεούσας.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐλεούσας εἶναι βασιλικὴ μονόκλιτη μὲ νάρθηκα, στεγαζόμενη ἀπὸ καμάρες. Ἡ ἁψίδα τοῦ Ἱεροῦ δὲν φαίνεται ἐξωτερικά. Ὁλόκληρο τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ εἶναι καλυμμένο μὲ τοιχογραφίες. Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἀκριβῶς κτίστηκε ὁ ναός, πάντως πρὶν ἀπὸ τὸ 1548, διότι τὸ ἔτος αὐτὸ τοποθετήθηκε στὴ Μονὴ ἡ εἰκόνα τῆς Ἐλεούσας. Τὸ 1748 καὶ τὸ 1759 ἔγιναν μέσα στὸν ναὸ μεταρρυθμίσεις καὶ τότε δια-κοσμήθηκε καὶ τὸ ἐσωτερικὸ ἀπὸ τὸν Ἀναστάσιο ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Καπέσοβο, ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπιγραφές.

  •  Μετόχια αὐτῆς

α) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Ντίλιου ἤ Στρατηγοπούλου

Ἡ μικρὴ αὐτὴ Ἱερὰ Μονὴ ὀνομάζεται «τοῦ Ντίλιου» ἀπὸ μιὰ ὁμώνυμη οἰκογένεια τῶν Ἰωαννίνων, ἡ ὁποία τὴν ἵδρυσε ἤ πιθανῶς τὴν ἀνακαίνισε, «Στρατηγοπούλου» δὲ ἀπὸ οἰκογένεια τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὰ Ἰωάννινα. Βρίσκεται κοντὰ στὴ Μονὴ τοῦ Σπανοῦ καὶ ἀνατολικῶς αὐτῆς.

Τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα οἰκοδομήματα τῆς νήσου, ποὺ ἀνάγεται στὰ τέλη τοῦ ΙΑ” αἰῶνα ἤ στὶς ἀρχὲς τοῦ IB”, εἶναι μικρὴ βασιλικὴ μονόκλιτη μὲ νάρθηκα καὶ μὲ προεξέχουσα ἁψίδα. Στεγαζόταν ἄλλοτε πιθανῶς ἀπὸ καμάρες, ποὺ στὰ νεώτερα χρόνια ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ ξύλινη ὀροφή. Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ του εἶναι ὅτι ἐξωτερικῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἄλλα μνημεῖα τῆς νήσου, φέρει διακόσμηση ἀπὸ κεραμίδια καὶ λίθους, ἐνῷ ἡ ἁψίδα κοσμεῖται μὲ ζώνη ἀπὸ πλίνθους σὲ σχῆμα τριγώνου. Στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ διασώζεται σχεδὸν ἀκέραια ἡ διακόσμηση μὲ τοιχογραφίες ποὺ φιλοτεχνήθηκαν τὸ 1543, ὅπως μαρτυρεῖ ἐπιγραφὴ πὰνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο. Οἱ τοιχογραφίες αὐτὲς εἶναι οἱ ὡραιότερες ἀπὸ ὅσες σώζονται στὶς ἐκκλησίες τῆς νήσου, τόσο γιὰ τὴ σύνθεση καὶ εἰκονογράφηση ὅσο καὶ γιὰ τὴν καλλιτεχνική τους ἐκτέλεση. Ἡ ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ, ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἐπιγραφές, ἔγινε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς Νήφωνα καὶ Σωφρόνιο.

 β) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου, τοῦ ἐπονομαζομένου Σπανοῦ ἤ τῶν Φιλανθρωπινῶν

Ἡ Ἱερὰ αὐτὴ Μονὴ ὀνομάζεται «τοῦ Σπανοῦ» μὲν ἀπὸ τὸν διδάσκαλο αὐτῆς Σπανό, «τῶν Φιλανθρωπινῶν» δὲ ἀπὸ τὸν ἱδρυτή της Μιχαὴλ Φιλανθρωπινὸ καὶ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας τῶν Φιλανθρωπινῶν, οἱ ὁποῖοι διετέλεσαν ἡγούμενοι σ’αὐτὴ καὶ δίδαξαν στὴν ὁμώνυμη σχολή. Βρίσκεται νότια ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς νήσου καὶ πάνω σὲ βραχῶδες ὕψωμα.

Ἀπὸ τὰ διάφορα κτίσματα τῆς Μονῆς διασώζονται τὰ κελιὰ στὴ δυτικὴ πλευρά, ἀνακαινισμένα κατὰ τὸ πλεῖστον, καθὼς καὶ τὸ καθολικὸ αὐτῆς. Ὁ ναὸς εἶναι βασιλικὴ μονόκλιτη μὲ νάρθηκα, ποὺ στηρίζεται σὲ καμάρες καὶ περιβάλλεται ἀπὸ νάρθηκες στὶς τρεῖς πλευρές. Ἡ ἁψίδα τοῦ ναοῦ δέν φαίνεται ἐξωτερικά. Ἡ ἐξωτερική του τοιχοδομία ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀκανόνιστους ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον λίθους, ποὺ συνδέονται σὲ μερικὰ μέρη μὲ πλίνθους. Ὁλόκληρο τὸ ἐσωτερικὸ κοσμεῖται ἀπὸ τοιχογραφίες σὲ σχετικὰ καλὴ κατάσταση. Στὸν κυρίως νάρθηκα περιεσώθησαν οἱ εἰκόνες τῶν ἱδρυτῶν καὶ διδασκάλων τῆς Μονῆς ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Φιλανθρωπινῶν. Ὅλοι παρίστανται δεόμενοι στὸν Ἅγιο Νικόλαο, ὁ ὁποῖος μεσιτεύει χάριν αὐτῶν πρὸς τὸν ἄνωθεν εἰκονιζόμενο Ἰησοῦ. Δια-σωσμένες ἐπιγραφὲς ἀναγράφουν τὰ ὀνόματά τους: Μιχαήλ (+ 1342), Γεώργιος (+1357), Μακάριος (+1505), Νεόφυτος (+1532) καὶ Μουρίκης ὁ μετονομασθεὶς Ματθαῖος (+1534). Στὴ ΝΔ γωνία τοῦ ἐσωτερικοῦ νάρθηκα διασώζονται οἱ εἰκόνες ἑπτὰ φιλοσόφων (Πλάτωνος, Ἀπολλώνιου, Σόλωνος, Ἀριστοτέλους, Πλουτάρχου, Θουκυδίδου καὶ Χίλωνος), οἱ ὁποῖοι εἰκονίζονται ὄρθιοι νὰ κρατοῦν εἰλητάρια.

Ὁ ναὸς τῆς Μονῆς, ὅπως μαρτυρεῖ ὑπέρθυρη ἐπιγραφή, ἀνηγέρθη τὸ 1292 ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Φιλανθρωπινό. Τὸ 1542 ὁ Ἰωάσαφ Φιλανθρωπινὸς ἐπισκεύασε τὸν ναὸ καὶ κόσμησε τὸ ἐσωτερικό του μὲ τοιχογραφίες, ἐνῷ λίγα ἔτη νωρίτερα κατὰ τὸ 1560 ἔκτισε καὶ κόσμησε μὲ τοιχογραφίες τοὺς τρεῖς ἐξωνάρθηκες καὶ τὸ πρόπυλο τοῦ ναοῦ. Ἡ ἐν λόγῳ Μονὴ προσαρτήθηκε τὸ 1892 στὴ Μονὴ τῆς Ἐλεούσας.

 γ) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Παντελεήμονος

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ αὐτή, ποὺ βρίσκεται βόρεια καὶ κοντὰ στὴ Μονὴ τοῦ Προδρόμου, εἶναι γνωστὴ στὴν Ἱστορία τῶν Ἰωαννίνων, διότι στὰ κελιὰ της φονεύθηκε ὁ Ἀλῆ Πασᾶς τὸ 1822. Ἀπὸ τὴν αὐτοβιογραφία τῶν μοναχῶν Ἀψαράδων μαθαίνουμε ὅτι ὑπῆρχε μέσα σὲ αὐτὴ πρὸ τοῦ ΙΣΤ” αἰῶνος ἡσυχαστήριο, τιμώμενο στὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, στὸ ὁποῖο εἶχε μονάσει περιβόητος ἀσκητὴς Ἀντώνιος.

Ἡ μικρὴ Ἐκκλησία τῆς Μονῆς ἀνηγέρθη κατὰ τὸν ΙΖ” αἰῶνα, καταστράφηκε δὲ ἀπὸ πυρκαϊά, ποὺ έτέθη ὅπως φαίνεται ἀπὸ τοὺς Τούρκους στρατιῶτες κατὰ τὸν φόνο τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, καὶ ἐπανηγέρθη ἀργότερα μκρότερη. Εἶναι μικρὴ βασιλικὴ μὲ τρία κλίτη χωριζόμενα ἀπὸ δύο σειρὲς κιόνων, οἱ ὁποῖοι ὑποβαστάζουν τὴ λίθινη ἐσωτερικὴ ὀροφή, καὶ ἔχει στὴ δυτικὴ πλευρὰ ὑψωμένο ἀπὸ τὸ ἔδαφος γυναικωνίτη. Στὸ κελί τῆς Μονῆς ὅπου φονεύθηκε ὁ Ἀλῆ Πασᾶς διατηροῦνται μέχρι σήμερα στὸ δάπεδο καὶ τοὺς τοίχους οἱ ὀπὲς τῶν σφαιρῶν, οἱ ὁποῖες ἐρρίφθησαν κάτω ἀπὸ τὸ δωμάτιο ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τοῦ Χουρσὶτ Πασᾶ. Τὸ 1892 καὶ ἡ Μονὴ αὐτὴ προσαρτήθηκε στὴ Μονὴ τῆς Ἐλεούσας.

 δ) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος

Ἡ Μονὴ αὐτὴ ἱδρύθηκε τὸ ἔτος 1696. Εἶχε δύο ναΐσκους, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας ἐτιμᾶτο στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Οἱ δύο αὐτοὶ ναΐσκοι μὲ τὰ παρακείμενα δωμάτια πυρπολήθηκαν τὸ 1822 ἀπὸ τοὺς Ἀλβανούς, τὴν ἡμέρα ποὺ φονεύθηκε ὁ Ἀλῆ Πασᾶς. Ὁ νῦν ὑπάρχων ναός, ποὺ εἶναι τρίκλιτη βασιλικὴ μὲ ξύλινη στέγη, ἀνακαινίσθηκε ἐκ βάθρων τὸ 1851. Μετὰ τὸ 1822 καὶ ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἡ Μονὴ ἔμεινε ἔρημη καὶ ἀκατοίκητη, μέχρι ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὴν ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἐλεούσας, ὁπότε ἐτέθη ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ δραστήριου ἡγουμένου της Ἀρχιμανδρίτου Ἀββακούμ, τοῦ κατὰ κόσμον Ἀθανασίου Δ. Παπούλη. Τὸ 1872 ὁ ἡγούμενος ἵδρυσε κοντὰ στὸ καθολικὸ Ἱερατικὴ Σχολή, ποὺ λειτούργησε μέχρι τὸ 1922.

 ε) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ αὐτὴ βρίσκεται ἀνατολικὰ τῆς Νήσου καὶ κοντὰ στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Συνδέεται μὲ τὴν ἐπίσημη Ἰωαννίτικη οἰκογένεια τῶν Ἀψαράδων, δύο μέλη τῆς ὁποίας, oἱ ἀδελφοὶ Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης, μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπλανήσεις, ἵδρυσαν κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΖ” αἰῶνος (1605) τὴ Μονὴ αὐτή, τῆς ὁποίας διασώζεται ἡ κομψὴ ἐκκλησία καὶ κάποια κελιὰ τῶν νεωτάτων χρόνων.

Ἡ ἐκκλησία εἶναι ναΐσκος σταυρεπίστεγος μὲ πλάγιους χοροὺς καὶ τροῦλο, ποὺ ἀνηγέρθη σὲ θέση παλαιοτέρου ναοῦ, τοῦ ὁποίου σώζονταν μόνο λίγα ἐρείπια, ἐπί τῶν ἡμερῶν τῶν μοναχῶν Νεκταρίου καὶ Θεοφάνους. Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἡ ἐκκλησία στηρίζεται σὲ βράχο, ὅπου ὑπῆρχε ἴσως ἀσκητήριο. Στὴ δυτικὴ πλευρὰ ἔχει νάρθηκα. Ἡ ἐξωτερικὴ τοιχοδομία ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀκανόνιστους λίθους συνδεομένους μὲ πλίνθους, ἐνῷ τὰ παράθυρα ἔχουν διπλὲς καμάρες ἀπὸ πλίνθους γιὰ διακοσμητικοὺς λόγους· τὸ ἱερὸ δὲν προεξέχει ἐξωτερικῶς, ὅπως σὲ ἄλλες ἐκκλησίες, κάτω δὲ ἀπὸ αὐτὸ καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸ πλάτος τοῦ ναοῦ ὑπάρχει εἶδος κρύπτης, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴ λίμνη. Ὁλόκληρο τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ κυρίως ναοῦ καλύπτεται μὲ τοιχογραφίες κατεστραμμένες ἀπὸ μεταγενέστερες ἐπισκευὲς ποὺ ἔγιναν τὸ 1789, τὸ 1824 καὶ τὸ 1891, ὅπως μαρτυροῦν σχετικὲς ἐπιγραφὲς τοῦ ναοῦ. Ὅσα ἀφοροῦν στὴν ἵδρυση τοῦ ναοῦ καὶ τῆς Μονῆς τοῦ Προδρόμου τῆς Νήσου διηγοῦνται ἐκτενῶς οἱ ἱδρυτὲς τῆς Μονῆς, ἀδελφοὶ μοναχοὶ Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης στὴν αὐτοβιογραφία τους.

Πῶς θὰ μᾶς βρεῖτε: