Ἡ Περιτομή Τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
«Οὐκ ἐπῃσχύνθη ὁ πανάγαθος Θεός, τῆς σαρκός τήν περιτομήν ἀποτμηθῆναι» (Στιχηρό τῆς Ἑορτῆς. Ἦχος πλ. τοῦ δ΄).
Τήν Πρώτη του Γενάρη, ἐκτός ἀπό τή μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, ἐπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας τοῦ οὐρανοφάντορος, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ἤδη ἀπό τόν 7ο αἰῶνα, ἔχει εἰσάγει στό ἑορτολόγιό της, τή Δεσποτική Ἑορτή τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ τελετουργία τῆς περιτομῆς συναντᾶται στά ἔθιμα πολλῶν λαῶν τῆς ἀρχαιότητας μέ διαφορετική σημασία.
Γιά τόν Ἰσραήλ εἶχε κοινωνικό καί θρησκευτικό χαρακτῆρα. Ἦταν ἐντολή τοῦ Θεοῦ στόν Ἀβραάμ καί ἀποτελοῦσε μαρτυρία τῆς Διαθήκης μέ τόν Λαό Του (Γέν. 17, 11). Ὁ περιτμημένος δήλωνε τήν πίστη πρός τόν Θεό καί ἀποτελοῦσε μέλος τῆς κοινότητας τῶν πιστῶν Του. Ὁμολογοῦσε ὅτι ἀνῆκε καί ὄφειλε ὑπακοή μόνο σ’ Αὐτόν.
Ὡστόσο, οἱ Ἰσραηλίτες ἦταν σκληρόκαρδος λαός καί πολλές φορές ἀπομακρύνονταν ἀπ’ τόν Θεό. Οἱ Προφῆτες μάταια φώναζαν: «περιτμηθῆτε τῷ Θεῷ ὑμῶν καί περιτέμνεσθε τήν σκληροκαρδίαν ὑμῶν», (Ἱερ. 4, 4). Ἡ σαρκική περιτομή ἀπό μόνη της δέν ἀποτελοῦσε μέσο σωτηρίας, ἄν δέν συμβάδιζε μέ τήν ἐσωτερική περιτομή τῆς καρδίας. Ἡ φωνή τοῦ προφήτη Ἱερεμία ἀντηχοῦσε: «τά ἔθνη ἀπερίτμητα σαρκί, πᾶς οἶκος Ἰσραήλ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ» (9, 26).
Ἡ χειροποίητη περιτομή εἶχε περιορισμένη διάρκεια. Θά διαρκοῦσε ὡς τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, ὁ ὁποῖος «Θεός ὤν κατ’ οὐσίαν» ἐφαρμόζοντας τό Νόμο ὡς «ἀληθής νομοθέτης» θά τήν καταργοῦσε.
Ὁ ὀκταήμερος Σωτήρας δεχόμενος στό πανάχραντο Σῶμα Του τήν περιτομή (Λουκ. 2, 21) μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπ’ αὐτή τή διαδικασία. Μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα, δίνοντας «ἐαυτόν τύπον καί ὑπογραμμόν» καθορίζει νέο τύπο εἰσόδου στή Βασιλεία Του.
Αὐτό περίτρανα διαλαλεῖ κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό ἀνάγνωσμα τῆς Ἑορτῆς (Κολ. 2, 8-12).
Ἐξηγεῖ ὅτι τό οὐσιαστικό περιεχόμενο τῆς Περιτομῆς τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς «κατά Νόμο περιτομῆς» καί τῆς μετατροπῆς της διά τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος σέ «ἀχειροποίητη Περιτομή», «ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός».
Κίνδυνο γιά τούς Χριστιανούς ἐντοπίζει ὁ Ἀπόστολος στή φιλοσοφία, ὅταν αὑτή γίνεται προσπάθεια αὐτονόμησης τῶν ἀνθρώπων ἀπ’ τόν Θεό, ἤ θεωρεῖται κακῶς μέσον γνώσεως τῆς Θείας Ἀληθείας. Γιατί ἄν καί ἔγινε φανερή ἡ Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν ἴδιο, οἱ ἄνθρωποι δέν τήν ἀποδέχονται εὔκολα.
Αὐτοί οἱ ἀρνητές τοῦ Θεοῦ λόγῳ τῆς ἐγωκεντρικότητάς τους προσπαθοῦν νά πάρουν ὡς λάφυρα (συλαγωγήσουν) τούς πιστούς τοῦ Χριστοῦ μέ τήν «κενή ἀπάτη». Πίσω ἀπ’ αὐτή τή φράση κρύβεται ἕνα σύνολο αἱρέσεων, πού μέ διάφορα τεχνάσματα προσπαθοῦν νά ἀποκόψουν τούς πιστούς ἀπό τό μόνο γνήσιο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Γιά τήν ὑπέρβαση αὐτοῦ τοῦ κινδύνου ὁ Ἀπόστολος ὑποδεικνύει τήν προσωπική σχέση μέ τόν Χριστό.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀποδεχόμενος τήν Ἀλήθεια καί τήν «ἐν Χριστῷ» Ἀγάπη, ἐνισχύεται νά ἀναζητήσει στό βάθος τοῦ Εἶναι του τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Τόν θεῖο ἐξοπλισμό πού τοῦ ἔχει δοθεῖ γιά νά κατακτήσει τό «καθ’ ὁμοίωσιν», τήν «Πανοπλία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. 6, 10-20), ἐνδύεται διά τοῦ Βαπτίσματος καί ταυτόχρονα ἀπεκδύεται «τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός». Ἀγωνίζεται κατά τῶν παθῶν γιά τήν «εἰς ἀλλήλους» ἀγάπη.
Ὁ Χριστιανός ἀποτινάζοντας καί καθαρίζοντας τήν ὕπαρξή του ἀπό τήν ἁμαρτία, εἰσέρχεται στήν Καινή Κτίση. Ἀποδεχόμενος τήν πνευματική περιτομή συμμετέχει στό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.
Νεκρώνοντας τό θέλημά του συνανασταίνεται μέ τόν Χριστό. Γίνεται συμμέτοχος τῆς «μιᾶς τῶν σαββάτων» καί περιπατεῖ «ἐν καινότητι ζωῆς».
Ὁ Χριστός μέ τόν θάνατό Του καταργεῖ τό ἑβραϊκό Σάββατο, καθιερώνει τήν πολιτεία τῆς Κυριακῆς καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά συμμετάσχει σ’ αὐτή.
Ἀπ’ αὐτή τήν «ἐν Χριστῷ» ἀνύψωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης ὁ Ἀπ. Παῦλος δέν δέχεται νά ἀπουσιάζει κανείς. Ζητάει ὁ καθένας νά περιτέμνεται ἐσωτερικά, νά ἀλλοιώνει καί νά μεταμορφώνει τήν καρδιά του. Μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νά ἀποβάλλει τήν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας.
«Περιτομή καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 2, 29).
Ἄς εἶναι εὐλογημένη ἡ Νέα Χρονιά.
Αἰδεσ. Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Κίτσιος
Ἐφημέριος Ἁγίου Χαραλάμπους Περάματος.