Ιερά Μητρόπολις Ιωαννίνων

                                     Ἱερὰ Μονὴ Βελλᾶς

Ἡ ἐπ’ ὀνόματι τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου Ἱερὰ Μονὴ Βελλᾶς βρίσκεται ΒΔ τῶν Ἰωαννίνων, δίπλα στὰ ἐρείπια τῆς ὁμώνυμης πόλεως καὶ κοντὰ στὸν ποταμὸ Καλαμᾶ. Ἀρχικὰ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Βελλᾶς ἱδρύθηκε, κατὰ τὸν Χ. Σούλη, τὸν ΙΑ’ αἰῶνα, ἡ δὲ νῦν ὑπάρχουσα τὸ 1745, ὅπως μαρτυρεῖ ὑπέρθυρη ἐπιγραφὴ στὸν ναὸ τῆς Μονῆς. Τὸ 1863 ἔγινε σταυροπηγιακὴ ἀλλὰ πολὺ νωρὶς κατέστη πάλι ἐνοριακή, ὑπαγομένη κατ’ ἀρχὰς στὸν Βελλᾶς, ἔπειτα στὰ Ἰωάννινα καὶ πάλι τὸ 1876 στὸν Βελλᾶς. Ἐπὶ τουρκοκρατίας καὶ μέχρι τὰ προεπαναστατικὰ χρόνια ἦταν σπουδαῖο ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα, πνευματικὸς φάρος σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ τῆς Βελλᾶς.

Ὑπῆρξε κάτοχος μεγάλης κτηματικῆς περιουσίας ἐδῶ καὶ στὴ Ρουμανία, ὅπου κατεῖχε εὐπρόσοδο μετόχι καλούμενο Μπαμπιένι, τιμώμενο στὸ ὄνομα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τὸ 1817 ὁ Ἀλῆ Πασᾶς ἄρπαξε τὴν περιουσία τῆς Μονῆς. Κατόπιν τούτου, οἱ μοναχοὶ

κατέφυγαν στὴν Κέρκυρα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπανῆλθαν, ἄγνωστο πότε· κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας τους πρόκριτοι τοῦ Ζαγορίου οἰκειοποιοῦνταν τὰ ἔσοδα τῆς Μονῆς. Τὸ 1860 ἡ Ρουμανικὴ Κυβέρνηση δήμευσε ὁλόκληρη τὴν περιουσία της, τὰ δὲ ἔσοδα μετὰ τὴ δήμευση ἦταν τόσο ἀσήμαντα, ὥστε εὐλόγως προκλήθηκε ἡ διαμαρτυρία καὶ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Μονῆς καὶ τῶν προυχόντων τῶν χωριῶν γύρω ἀπὸ αὐτή. Τὸν ΙΘ’ αἰῶνα ἡ Μονὴ περιπίπτει σὲ μαρασμό. Τὸ 1911 ὁ τότε Μητροπολίτης Βελλᾶς καὶ Κονίτσης Σπυρίδων Βλάχος, φιλοδοξῶν νὰ τὴν ἀνασυστήση σὲ πνευματικό κέντρο, ἱδρύει, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ἱεροδιδασκαλεῖο Βελλᾶς.

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Βελλᾶς μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς ὁμωνύμου πόλεως ἔγινε ἕδρα Ἐπισκοπῆς. Ὁ ναὸς τῆς Μονῆς ἔχει σπουδαιοτάτη σημασία ἀπὸ ἀρχιτεκτονικῆς καὶ ἁγιολογικῆς ἀπόψεως. Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι μέσα σὲ αὐτὸν εἰκονογραφοῦνται καὶ Ἕλληνες φιλόσοφοι καὶ ἱστορικοί. Ἐπιπλέον, στὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ πρόναου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μονῆς σώζονται, στὸ ὀστεοφυλάκιο, ὀστᾶ διαφόρων μοναχῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.

  • Μετόχια αὐτῆς

α) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ρογγοβοῦ

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ρογγοβοῦ, τιμώμενη στὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, βρίσκεται ΝΔ τοῦ Τσεπέλοβου στὴν περιοχὴ Ζαγορίου. Ἀπὸ ἐπιγραφὴ μαθαίνουμε ὅτι ὁ ναός της ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων τὸ 1749 μὲ δαπάνη τοῦ μοναχοῦ Νικοδήμου, ἀπὸ τὴν πόλη Λουψικῶ τῆς ἐπαρχίας Βελλᾶς, καὶ ἱστορήθηκε τὸ 1765 μὲ ἔξοδα τῶν αὐταδέλφων Χριστοδούλου καὶ Ἰωάννου καὶ μὲ τὴ συνδρομὴ τοῦ Γεωργίου Πασχάλη. Τὸ 1783 ἡ Μονὴ ἀνακαινίστηκε ἀπὸ τὸν Νοῦτσο Κοντοδήμο, τοῦ ὁποίου ἡ εἰκόνα σώζεται ἐντός τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς. Ἐπί τουρκοκρατίας ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ρογγοβοῦ, πιθανῶς, ἦταν ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς Ζαγορίου.

 β) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἀσπραγγέλων

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ αὐτή, τιμώμενη στὴ μνήμη τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, βρίσκεται κοντὰ στὴ Δοβρά. Ἀπὸ ἐπιγραφὴ σὲ σφραγίδα τῆς Μονῆς εἰκάζουμε ὅτι ἱδρύθηκε τὸ 1600. Ἱστορήθηκε τὸ 1835, ἀρχιερατεύοντος Ἰωακεὶμ Γενναδίου.

 γ) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Σπηλαιώτισσας

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Σπηλαιώτισσας τῆς Ἀρίστης ἀναπτύσσεται πάνω σ” ἕναν ἀπόκρημνο βράχο στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ Βοϊδομάτη, σ’ ἕνα εἰδυλλιακὸ τοπίο. Ἡ Μονή, ποὺ τιμᾶται στὸ ὄνομα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἱδρύθηκε τὸ 1597 ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς Ἰωακεὶμ καὶ Σωφρόνιο, ἀνακαινίστηκε τὸ 1634 καὶ ἱστορήθηκε μὲ τὴ μέριμνα τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τὸ 1673. Λέγεται ὅτι τὴν ἀπόκρημνη αὐτὴ θέση τὴ διάλεξε ἡ Παναγία, μετακινώντας διαρκῶς τὴν εἰκόνα της σ” αὐτὴ τὴ θέση.

Ἡ Μονὴ ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία στὴ γύρω περιοχή, κυρίως ἀπὸ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ἔκαναν κατασχέσεις τῶν κτημάτων τῆς περιοχῆς, τά πουλοῦσαν, ἔναντι μικροῦ τιμήματος, στὴ Μονή. Ἡ Μονὴ ἐγκαθιστοῦσε στὰ κτήματα αὐτὰ κατοίκους ἀπὸ τὰ διάφορα χωριὰ ποὺ εἶχαν ἐγκαταλειφθεῖ γιὰ διαφόρους λόγους (γιὰ παράδειγμα, ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ἐγκαταλείφθηκε λόγω τῆς ἔχθρας τῶν δύο οἰκογενειῶν Σταμάτη καὶ Γεραίνη) καὶ κατοικούνταν ἐκ νέου μὲ τὴν προτροπὴ τῆς Μονῆς.

Ἡ Μονὴ ἔχοντας μεγάλα ἔσοδα γιὰ τὴν ἐποχὴ – λέγεται 35.000 γρόσια (σημερινά 1 ἑκατ. Εὐρώ)- ξόδευε σημαντικὰ κονδύλια γιὰ κοινωφελῆ ἔργα καὶ τὴ συντήρηση τῶν σχολείων τῆς Ἀρίστης, τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, τῆς Ἄνω Κλειδωνιᾶς καὶ τοῦ Μεσοβουνίου, ὅπου βρίσκονταν τὰ κτήματά της. Ἀνώνυμος ἡγούμενος τῆς Μονῆς μαρτύρησε στὰ Ἰωάννινα, κατόπιν φρικτῶν βασανιστηρίων ἐπὶ Ἀλῆ Πασᾶ, διότι βρέθηκε χειρόγραφο αὐτοῦ πρὸς τὸν Τσάρο τῆς Ρωσίας Ἀλέξανδρο κατὰ τῶν Τούρκων. Γύρω στὰ 1900, ὅμως, οἱ κολίγοι τῆς Μονῆς κατάφεραν νὰ ἀποκτήσουν τὰ κτήματα τὰ ὁποῖα καλλιεργοῦσαν καὶ νὰ ἐλευθερώσουν τὰ χωριὰ τους ἀπὸ τὴν ἐπιτροπεία τῆς Μονῆς. Μία πυρκαγιὰ καὶ ἕνας σεισμὸς συμπλήρωσαν τὴν δυσχερῆ θέση τῆς Μονῆς, ποὺ σταδιακὰ ὁδηγήθηκε σὲ διάλυση.

Περιμετρικὰ τῆς Μονῆς ὑπάρχει ἐντυπωσιακὸς καστρότοιχος ποὺ κτίστηκε τὸ 1733 γιὰ νὰ προφυλάξει τὴ Μονή. Ἡ Μονὴ εἶναι ἕνα περίπλοκο οἰκοδομικὸ συγκρότημα μὲ διαδρόμους καὶ κτίσματα σὲ διάφορα ἐπίπεδα, τὰ ὁποῖα ἐπικοινωνοῦν μὲ σκάλες καὶ καταπακτές, ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὁδηγοῦν καὶ ἔξω ἀπὸ τὴ Μονὴ πρὸς τὸ ποτάμι. Ἀπὸ ἕνα ἀπότομο μονοπάτι ἀξίζει νὰ ἀνέβει κανεὶς στὸ καμπαναριὸ τῆς Μονῆς ἀπ’ ὅπου μπορεῖ νὰ ἀντικρύσει τὸν Βοϊδομάτη.

Στὸ Μοναστήρι, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίστηκε ἱστορικὸ διατηρητέο μνημεῖο τὸ 1962, πραγματοποιήθηκαν σημαντικὲς ἀναστηλωτικὲς ἐργασίες, μὲ ἀποτέλεσμα ν’ ἀποκτήσει τὴν παλαιὰ αἴγλη. Ἡ Μονὴ γιορτάζει τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ ὄχι τὸν Δεκαπενταύγουστο γιὰ νὰ μὴ συμπίπτει μὲ τὴ γιορτὴ τῆς Παναγίας τοῦ Βίκου.

 δ) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Πατέρων

Ἡ Βυζαντινὴ αὐτὴ Ἱερὰ Μονή, τιμώμενη στὴ μνήμη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, βρίσκεται σὲ βράχο κοντὰ στὸν Καλαμᾶ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ χωριὸ Λίθινο. Ἱδρύθηκε ἀρχικὰ τὸ 1590. Στὴν ἀρχὴ βρισκόταν στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ Καλαμᾶ, ὅπου σώζεται καὶ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Ἀπὸ ἐκεῖ μεταφέρθηκε ἀρχικὰ στὴ Θεογέφυρα, ὅπου ὑπάρχει καὶ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τὸ δὲ 1668 ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται σήμερα.

Ὑπὲρ τῆς Μονῆς τῶν Πατέρων ὁ Ἡγεμὼν Οὐγγροβλαχίας Ματθαῖος Βασαράβας ἀνήγειρε τὸ 1635 Μονὴ σὲ μία ἀπὸ τὶς κυριώτερες ὁδοὺς τοῦ Βουκουρεστίου στὸ ὄνομα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἀποκαλεῖται «Σαραντάριο». Στὸν ναὸ τοῦ Μετοχίου τούτου τελοὺνταν οἱ τελετὲς τῆς Ρωσίας καὶ ἐκκλησιάζονταν οἱ ἡγεμόνες. Ἡ Μονὴ τῶν Πατέρων εἶχε καὶ λαμπρὰ βιβλιοθήκη, πλούσια σὲ χειρόγραφα. Κοντὰ στὴ Μονὴ βρίσκονται σκῆτες, ἀσκητήρια καλούμενα, στὰ ὁποῖα ἀσκήτευσαν ἀσκητές, ὅπως ὁ Δαυΐδ, ὁ Δαμιανὸς καὶ ὁ Παρθένιος.

Πῶς θὰ μᾶς βρεῖτε: