Ιερά Μητρόπολις Ιωαννίνων

Ἱερὰ Μονὴ Βοτσᾶς

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Βοτσᾶς βρίσκεται σὲ δασώδη τοποθεσία κοντὰ στὴν Κοινότητα Γρεβενητίου τοῦ Ζαγορίου καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Σύμφωνα μὲ κάποια παράδοση ποὺ στηρίζεται σὲ ἀπωλεσθὲν χρονικὸ τῆς Μονῆς καὶ ἀπὸ ὅ,τι μαθαίνουμε ἀπὸ ἐπιγραφὴ στὸν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας τῆς Μονῆς, κτίστηκε τὸ 669 – 672 ἀπὸ τὸν ἔνδοξο Βυζαντινὸ Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τὸν Πωγωνάτο, γι΄αὐτὸ καὶ ἡ παλαιοτέρα ὁνομασία της ἦταν «τῆς Παναγίας Πωγωνιωτίσσης».

Ὁ ναὸς τῆς Μονῆς εἶναι βυζαντινοῦ ρυθμοῦ. Τὸ ἀξιοπερίεργο σὲ ὁ,τι ἀφορᾶ τὴ ναοδομὴ εἶναι ἡ διαίρεση τοῦ κυρίως ναοῦ σὲ τρία μέρη, ἐν εἴδει στοῶν, τοῦ μεσονυκτικοῦ, τῆς λιτῆς καὶ τοῦ νάρθηκα, τὰ ὁποῖα καθιστοῦν τὸν ναὸ μοναδικὸ σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα. Νοτίως τοῦ μεσονυκτικοῦ ὑπῆρξε θύρα ποὺ ὁδηγοῦσε σὲ ἄλλα οἰκοδομήματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σώζονται σήμερα τὰ ἐρείπια. Ὁλόκληρο τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ καλύπτεται ἀπὸ τοιχογραφίες ἀρίστης τέχνης. Ὁ ναὸς ἀνακαινίστηκε καὶ ἀνιστορήθηκε τὸ 1689 ἀπὸ τὸν καταγόμενο ἀπὸ τὸ Γρεβενήτι ἁγιογράφο Ἀθανασίου, τὸν μετέπειτα ἡγούμενο τῆς Μονῆς.

  • Μετόχια αὐτῆς

α) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Μακρίνου

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Μακρίνου βρίσκεται στὸ νοτιοανατολικὸ ἄκρο τοῦ ὁμώνυμου χωριοῦ καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Κατὰ τὸν Λαμπρίδη, ἱδρύθηκε τὸ 1799, ἀλλὰ ἐπεκτάθηκε καὶ ἱστορήθηκε ἀργότερα, μὲ δαπάνες κάποιας πλούσιας τυφλῆς ἡ ὁποία θεραπεύτηκε στὸ μοναστήρι. Ἀπὸ τὸ παλιὸ μοναστήρι σῴζεται τὸ καθολικό, δηλαδὴ ὁ κυρίως ναός, ὁ ὁποῖος εἶναι μία τρίκλιτη βασιλική, ὁ πρόναος καὶ τὸ Ἱερὸ Βῆμα. Ὁ κυρίως ναὸς καὶ τὸ Ἱερὸ Βῆμα εἶναι κατάγραφα ἀπὸ θαυμάσιες, καλὰ διατηρημένες ἁγιογραφίες, οἱ ὁποῖες, σύμφωνα μὲ ἐπιγραφὴ στὸν δυτικὸ τοῖχο τοῦ κυρίως ναοῦ, ἔγιναν τὸ 1792 ἀπὸ τὸν Καπεσοβίτη ἁγιογράφο Ἰωάννη καὶ τὸ γιὸ τοῦ Ἀναστάσιο. Ἁγιογραφίες ὑπάρχουν καὶ στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ πρόναου. Στὸ ὡραῖο καὶ μεγάλο ξυλόγλυπτο τέμπλο τῆς ἐκκλησίας, ὑπάρχουν οἱ Δεσποτικὲς εἰκόνες καθὼς καὶ ἕξι φορητὲς εἰκόνες. Ὡραιότατες εἰκόνες ὑπάρχουν καὶ στὸ Δωδεκάορτο. Στὴ βόρεια πλευρὰ τοῦ καθολικοῦ ὑπάρχει ἕνα νεώτερο κτίσμα, ἐνῷ στὴ δυτική του πλευρὰ τὸ θαυμάσιο ἀνεξάρτητο καμπαναριό, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ καὶ τὴν πύλη τοῦ μοναστηριοῦ. Παρὰ τὴν καλλιτεχνική της ἀξία, ἡ μονὴ δὲν ἔχει ἀνακηρυχθεῖ ἱστορικὸ διατηρητέο μνημεῖο.

β) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Φραγκάδων

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Φραγκάδων ἱδρύθηκε ὡς γυναικεῖα Ἱερὰ Μονὴ τὸ ἔτος 1578.

γ) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς Σκαμνελίου

Ἡ σταυροπηγιακὴ αὐτὴ Μονή, τιμώμενη στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἱδρύθηκε τὸ 1697. Ὑπῆρξε πλούσια Μονή, μὲ μεγίστη κινητὴ καὶ ἀκίνητη περιουσία. Στὴν ἀρχὴ μόναζαν στὴ Μονὴ 80 περίπου μοναχές καὶ στὴ συνέχεια μοναχοὶ διακρινόμενοι γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν παιδεία τους. Κάτω ἀπὸ τὴ Μονὴ στὶς ὑπώρειες τοῦ βράχου βρίσκεται ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ ἀνηγέρθη ἀπὸ τρεῖς μοναχοὺς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἀμφότερες οἱ Μονὲς εἶναι σχεδὸν κατεστραμμένες.

δ) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς Μονοδενδρίου.

Αὐτὴ ἡ Ἱερὰ Μονὴ εἶναι κτισμένη στὴ χαράδρα τοῦ Βίκου. Ἱδρύθηκε τὸ 1412 μὲ δαπάνη τοῦ Μιχαὴλ Βοεβόδα τοῦ Θεριανοῦ καὶ πάντων τῶν Βεϊτσῶν καὶ ἀνακαινίστηκε τὸ 1799 μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν ἱερομονάχων Ματθαίου καί Κυρίλλου, ὅπως μαρτυρεῖ ὑπέρθυρη ἐπιγραφὴ ἐντὸς τοῦ κυρίως ναοῦ. Στὴ Μονὴ μόναζαν μοναχοὶ ἀπὸ τὸ 1778. Ἐντὸς τοῦ ναοῦ ὑπάρχει τοιχογραφία τοῦ κτήτορος Μιχαὴλ Βοεβόδα καὶ τοῦ υἱοῦ του.

ε) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Προφήτου Ἠλιοὺ Βίτσας.

Αὐτὴ βρίσκεται μεταξὺ τῶν χωριῶν Βίτσας καὶ Μονοδενδρίου, στὴν κορυφὴ ἑνὸς δασώδους λόφου, σὲ ὑψόμετρο 1117 μ. Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Προφήτου Ἠλιοὺ Βίτσας χτίστηκε ἀρχικὰ τὸ 1632 στὴ θέση ποὺ ἦταν ἕνα παλαιὸ ἐκκλησάκι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καὶ τὸ 1668 ἔγινε ἐπέκταση αὐτοῦ. Σήμερα τὰ κελιὰ τοῦ Μοναστηριοῦ εἶναι σχεδὸν κατεστραμμένα, ἐνῷ τὸ Καθολικὸ σώζεται σὲ ἀρκετὰ καλὴ κατάσταση. Σ΄ αὐτὴ σώζονται ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ, ἔργο Ἰωάννου ἀπὸ τὸ Καπέσοβο (1802), καὶ ἡ χεὶρ τοῦ Ἁγίου Σώζοντος.

στ) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Ἀνθοχωρίου

Ἡ ἀρχικὴ κτίση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς παραμένει ἄγνωστη. Πρώτη ἀνακαίνιση ἔγινε τὸ 1707. Τὸ 1732 ἔγινε ἡ ἐπισκευὴ τοῦ νάρθηκα, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἐπιγραφὴ τῆς κεντρικῆς εἰσόδου τοῦ νάρθηκα. Τὸ 1765 ἱστορήθηκε τὸ ἱερὸ τῆς Μονῆς. Ἡ Μονὴ καταστράφηκε ἀπὸ τουρκικὸ στράτευμα τὴν 20η Μαΐου 1828. Δεύτερη ἀνακαίνιση καὶ τελευταία ἔγινε τὸ 1844, ὅπως διαβάζουμε σὲ σχετικὴ ἐπιγραφὴ στὴν ἐσωτερικὴ πλευρὰ τοῦ νάρθηκα, πάνω ἀπὸ τὴν Κεντρική πύλη τοῦ ναοῦ. Ἀπὸ τὸ 1927 ἡ Μονὴ ἐγκαταλείφθηκε.

ζ) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Μετσόβου.

Εἶναι τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁϊ – Νικόλα, ποὺ ἀγάπησε καὶ φρόντισε ἰδιαίτερα ὁ εὐπατρίδης Εὐάγγελος Ἀβέρωφ–Τοσίτσας. Βρίσκεται νοτιοδυτικὰ τοῦ Μετσόβου καὶ συγκεκριμένα στὴν ὄχθη τοῦ Μετσοβίτικου παραπόταμου Ἄραχθου, στὸ δρόμο πρὸς τὸ χωριὸ Ἀνήλιο. Εἶναι ἄγνωστο πότε χτίστηκε ἡ Ἱερὰ Μονή. Σὲ βυζαντινὲς πηγὲς ἀναφέρεται ὁ Ἠσαΐας ὡς ἡγούμενος τοῦ Μετσόβου τὸ 1380 καὶ πιθανὸν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου. Τὸ μοναστήρι ἀνακαινίστηκε γύρω στὰ 1700, καθὼς ἐπίσης καὶ στὰ 1960 ἀπὸ τὸ ἵδρυμα Βαρώνου Μιχαὴλ Τοσίτσα.

Τὸ καθολικὸ τοῦ μοναστηριοῦ εἶναι καμαροσκέπαστο καὶ ἔχει εἴσοδο στὴ νότια πλευρά, κάτω ἀπὸ ἕνα μικρὸ προστῷο. Τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τοῦ προστῴου διαρρυθμίστηκε τὸ 1800 σὲ παρεκκλῆσι τοῦ νεομάρτυρα Ἁγίου Νικολάου τοῦ ἐκ Μετσόβου. Στὴ δυτικὴ ἐσωτερικὴ πλευρὰ τοῦ παρεκκλησίου ὑπάρχει κοσμικὴ διακόσμηση, ἡ ὁποία παριστάνει τὸν οἰκισμὸ τοῦ Μετσόβου, ἔργο τοῦ 1800 τοῦ λαϊκοῦ ζωγράφου Διονυσίου Μαρέσου. Ἐσωτερικά, ὁ ναὸς εἶναι κατάγραφος μὲ τοιχογραφίες. Τὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα εἶναι πλούσιο καὶ καλύπτει διάφορα θέματα, ὅπως ἡ Πλατυτέρα, ὁ Χριστὸς Παντοκράτωρ, θέματα ἀπὸ τὸν Χριστολογικὸ κύκλο κ.ἄ. Οἱ τοιχογραφίες χρονολογοῦνται στὰ 1698 καὶ 1702 καὶ εἶναι ἔργο τοῦ ἁγιογράφου Εὐσταθίου. Ἐντούτοις, στὸ διάκοσμο τοῦ ναοῦ διακρίνουμε δυὸ τουλάχιστον ζωγράφους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ πρῶτος εἰκονογράφησε τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ναοῦ, ἐνῷ ὁ δεύτερος τὸ δυτικὸ τμῆμα του ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἔντονες δυτικὲς ἐπιδράσεις. Στὸ νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ φιλοξενεῖται συλλογὴ εἰκόνων, μὲ κυριώτερη τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου (1698). Τὸ καμπαναριὸ εἶναι ξύλινο. Τὸ τέμπλο εἶναι ξυλόγλυπτο (ἀπὸ κομμάτια τοῦ παλαιοῦ τέμπλου). Ὁ γυναικωνίτης ἔχει καφασωτὰ παράθυρα. Σήμερα, οἱ εἰκόνες ἔχουν μεταφερθεῖ στὸ Μουσεῖο τοῦ Ἱδρύματος Τοσίτσα. Τελικὰ, ἦταν πολὺ πλούσιο μοναστήρι, ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο συγκρότημα μὲ χαγιάτια, κελιά, ἀποθῆκες, ὑπόγεια καὶ «ὀντά», ὅπου ὁ συγγραφέας Εὐάγγελος Ἀβέρωφ ἔγραψε πολλὰ ἀπὸ τὰ βιβλία του. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικὰ μοναστήρια τῆς περιοχῆς καὶ εἶναι πολὺ καλὰ διατηρημένο.

η) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Μετσόβου.

Βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ Μέτσοβο.

θ) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Φραγκάδων.

 ι) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλουτᾶς-Βυσσικοῦ.

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Βυσσικοῦ βρίσκεται σὲ ἕνα μικρὸ ὀροπέδιο σὲ ἀπόσταση 3 χλμ. ἀπὸ τὸ χωριὸ Καλουτᾶ ἤ Καλωτᾶ τοῦ Κεντρικοῦ Ζαγορίου, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀναλάβει καὶ τὴν ἐπίβλεψη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.

Τὸ χωριὸ Καλουτᾶ ἀπέχει 47 χλμ. ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἰωαννίνων. Ἐκκλησιαστικῶς ὑπάγεται στὴ Μονὴ Βουτσᾶς (Γρεβενήτι) Ἀνατολικοῦ Ζαγορίου.

Ἡ ὀνομασία «Βισοκός» ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴ σλάβικη λέξη “vysokb”, ποὺ σημαίνει τόπος ὑψηλός, ἐνῷ στὸ τοπικὸ ἰδίωμα τὸ τοπωνύμιο προφέρεται “στοῦ φισκό” ἤ “στοῦ βρισκό”, κατὰ παρετυμολογία τῆς λέξεως «φυσικό». Στὴ θέση τοῦ μοναστηριοῦ ὑπῆρχε ὁμώνυμος οἰκισμὸς καὶ ἦταν σὲ σημεῖο μὲ ἐμπορικὴ ἀξία, καθὼς ἦταν πέρασμα ἀπὸ τὴ Θεσσαλία γιὰ τὴν Ἤπειρο καὶ τὰ λιμάνια τῆς Ἀδριατικῆς. Ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα θρησκευτικά, ἱστορικὰ καὶ πνευματικὰ κέντρα τῆς Ἠπείρου. Ἀπὸ τὴν ὑπέρθυρη ἐπιγραφὴ τῆς κυρίας εἰσόδου τοῦ καθολικοῦ πληροφορούμαστε ὅτι χτίστηκε ἀπὸ κάποιον τοπικὸ ἄρχοντα ὀνομαζόμενο Μιχαὴλ τὸ 1114 καὶ ἀνακαινίστηκε τὸ 1787 ἀπὸ τὸν σεβαστὸ ἡγούμενο Κωνστάντιο. Ἡ ἴδια ἐπιγραφὴ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τοιχογραφήθηκε τὸ 1818.

 ια) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Μηνᾶ

Στοὺς πιὸ παραδοσιακοὺς καὶ πιὸ γνωστοὺς οἰκισμοὺς τοῦ νομοῦ Ἰωαννίνων ἀνήκει τὸ Μονοδένδρι. Ἀπέχει μόλις 18χλμ. ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἰωαννίνων καὶ εἶναι πατρίδα τῶν εὐεργετῶν ἀδελφῶν Ριζάρη. Ὑπάρχουν μεγάλα ἀρχοντικὰ καὶ ἐκκλησίες ποὺ μαρτυροῦν τὴν οἰκονομικὴ εὐμάρεια τῶν κατοίκων τοῦ οἰκισμοῦ, κυρίως κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Πολὺ κοντὰ στὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ Μονοδένδρι βρίσκεται καὶ ὁ σταυρεπίστεγος ναὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, ποὺ κτίστηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνα. Οἱ ἁγιογραφίες τοῦ ναοῦ ἔγιναν σὲ δυὸ φάσεις. Αὐτὲς τοῦ κυρίως ναοῦ χρονολογοῦνται τὸ 1619-20, ἐνῷ τοῦ νάρθηκα τὸ 1734. Στὰ 1785 χρονολογεῖται τὸ ξυλόγλυπτο καὶ ἐπιχρυσωμένο τέμπλο τοῦ ναοῦ.

 ιβ) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Γεννήσεως Θεοτόκου Ἠλιοχωρίου.

 ιγ) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδος Λαΐστης.

 ιδ) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδος Γρανίτσης.

Ὅλα τὰ ἀνωτέρω Μετόχια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βοτσᾶς ὑπῆρξαν Μονύδρια.

Πῶς θὰ μᾶς βρεῖτε: