Ιερά Μητρόπολις Ιωαννίνων

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ

Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας γεννήθηκε στό χωριό Μονοδένδρι τῆς Ἠπείρου στά χρόνια τοῦ εὐσεβοῦς Δεσπότου τῆς Ἠπείρου Μιχαήλ Β” τοῦ Κομνηνοῦ (1237-1271). Ἐκεῖ πέρασε τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀνδρώθηκε καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νυμφεύθηκε καί δημιούργησε μιά εὐλογημένη οἰκογένεια. Ὅταν τά παιδιά του στάθηκαν ἱκανά νά κτίσουν τή ζωή τους, ὁ Ἀνδρέας ἄκουσε μέσα του τή φωνή τοῦ Κυρίου νά τόν καλεῖ λέγοντας: «Πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφάς ἤ μητέρα ἤ γυναίκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει» (Ματθ.ιθ” 29-30). Μέ κοινή, λοιπόν, ἀπόφαση τῆς συζύγου του ἐγκατέλειψε τήν οἰκογένειά του καί, ἐλεύθερος ἀπό κάθε βιοτική μέριμνα καί φροντίδα, πῆρε τό δρόμο πού ὁδηγοῦσε στήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καί τή γαλήνη τῆς προσευχητικῆς προσεγγίσεως τοῦ Κυρίου μας.

Στό σπήλαιο τῆς Κανάλας, πού βρίσκεται πέντε περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά τοῦ χωρίου Χαλκιόπουλοι τῆς ἐπαρχίας Βάλτου τοῦ νομοῦ Αἰτωλοακαρνανίας, ἔζησε ὁ Ἀνδρέας ὅλα τά ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.Ὑπέμεινε σκληρά πολλές θλίψεις ἀπό τίς ἀναμνήσεις τῆς πρότερης ζωῆς του καί πολλά κακοπαθήματα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πρός τόν Ὁποῖο δέν ἔπαυσε οὔτε λεπτό νά προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο καί γιά τήν πνευματική του ὁλοκλήρωση. Ὑπέμεινε ὡς ἄσαρκος τό ψῦχος καί τίς παγωνιές τοῦ χειμῶνος, στό ἀπόμερο σπήλαιό του, τό ὁποῖο ζέσταινε μόνο ἡ ἀγάπη τοῦ Ναζωραίου. Πάλεψε πολύ γιά νά νεκρώσει τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας καί νά ζωώσει τό πνεῦμα του. Τούς νυχθήμερους ἀγῶνες του γνωρίζει μόνο τό βαθύτατο σπήλαιό του καί ὁ αἰώνιος ἀγωνοθέτης Χριστός. Πρότυπό του εἶχε τόν προφήτη Ἠλία, πού στό σπήλαιο τοῦ ὄρους Χωρήβ ἤ τῆς κοιλάδος Χορράθ εὐαρεστοῦσε τόν Κύριο μέ τήν ἀδιάλειπτη νηστεία καί προσευχή. Ὅπως ἡ φλόγα τῆς φωτιᾶς, ὅταν ὑπάρχει ἄπνοια, ἀνεβαίνει εὐθυτενής στόν οὐρανό, ἔτσι καί ἡ προσευχή τοῦ ὁσίου Ἀνδρέου ἀνέβαινε ἀνεμπόδιστη στά οὐράνια σκηνώματα.

Ἄγνωστος μεταξύ ἀγνώστων ὁ ὅσιος Ἀνδρέας τόν καλόν ἀγῶνα μέ ἐπιτυχία περάτωσε καί «ὁ καιρός τῆς ἀναλώσεώς» του (Β” Τιμοθ. δ” 6) πλησίασε. Ἤρεμα καί ἁπλά παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά γίνει ἀντιληπτός ἀπό κανένα. Ὅταν ἄγγελοι Κυρίου συνόδευαν τήν ψυχή του πρός τίς οὐράνιες ἐπάλξεις, φάνηκαν στό στερέωμα ἀναμμένες λαμπάδες, πού ἀντανακλοῦσαν ἕνα δυνατό φῶς, ὁρατό ἀπό παντοῦ. Οἱ λαμπάδες κατέληγαν στό σημεῖο ὅπου βρισκόταν τό σεπτό λείψανο τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁσίου Ἀνδρέου. Τό θαυμαστό αὐτό σημεῖο ἔγινε ἀντιληπτό στά γύρω χωριά τοῦ Βάλτου, τῆς Εὐρυτανίας καί τῆς μακρινῆς Ἄρτας, τῆς τότε πρωτεύουσας τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου, πού βασίλισσα εἶχε τήν εὐσεβῆ Θεοδώρα, τή μετέπειτα Ἁγία καί πολιοῦχο τῆς Ἄρτας. Ὅταν εἶδε τό σημεῖο ἡ βασίλισσα, ἔτρεξε μέ συνοδεία καί ἄλλων ἀρχόντων στό σπήλαιο τοῦ ὁσίου. Βρῆκε τό ἱερό λείψανο καί τό κήδευσε μέ θρησκευτικές τιμές ὁμολογώντας ὅτι ὄντως «ἐθαυμάστωσε Κύριος τόν ὅσιον Αὐτοῦ» (Ψάλμ. 4,4).

Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 15 Μαΐου.

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος δ. Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος

Ἀνδρείῳ φρονήματι ὑπεραθλήσας, λαμπρῶς
ἀνδρείως ἐμόχθησας ὑπέρ Χριστοῦ ἀληθῶς,  Ἀνδρέα μακάριε·
σύ γάρ καί ἐν τῷ κόσμῳ καί ἐρήμῳ παλαίσας,
ἤθλησας ἐν Καλάνᾳ, τῷ θεῷ εὐαρέστως·
δι” ὅ ἐν παρρησίᾳ, σεπτέ, πρέσβευε ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον

Σωφρόνως ἐν κόσμῳ διαβιῶν,
ἀγγελικὸν βίον ἐπεπόθησας ἀγαθέ.
῞Οθεν Χριστὸς ἠξίωσέν σε σύσκηνον
τῶν ὁσίων καί τῶν ἁγίων πάντων, Ἀνδρέα ὅσιε.