Ιερά Μητρόπολις Ιωαννίνων

ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΝΕΟΣ

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης γεννήθηκε στά Ἰωάννινα, στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰῶνα μ.Χ. Ἀπό νέος ἔφυγε γιά τό Ἅγιο Ὄρος καί κατατάχθηκε στή συνοδεία τῆς Μονῆς τοῦ Δοχειαρίου, ἀπό τά πρῶτα παραθαλάσσια μοναστήρια πού ἀντικρίζει κανείς. Διατηρώντας ὅσο περισσότερο μποροῦσε καθαρό τό νοῦ του ἀπό τίς διαστροφές τοῦ δαίμονα, γλύκανε τήν ψυχή του μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, μεριμνώντας περισσότερο πῶς νά σώσει τήν ψυχή του, παρά τό τί θά φάει καί θά πιεῖ. Κι ἡ ἀρετή αὐτή, πού σχεδόν πάντα ὅσο ἀποζητᾶς νά κρυφτεῖς τόσο σέ φανερώνει, τόν φανέρωσε στούς ἀδελφούς, πού τόν κατέστησαν ἡγούμενό τους μετά τήν κοίμηση τοῦ προηγουμένου γέροντά τους. Ὁ Ἅγιος τοῦτος, καί σάν ἡγούμενος, ἔλαμπε λές, ἀπό τήν ἐφαρμογή τῆς ἀρετῆς καί τοῦ θείου θελήματος. Πιστός στή δικαιοσύνη καί τή στοργική πατρική ἀγάπη πρός ὅλα τά τέκνα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός γιά νά τά βάλει στόν Παράδεισο!

Σέ κάποια ἀπό ἐκεῖνα τά εὐλογημένα χρόνια, ἡ ἀδελφή τοῦ Ἁγίου, ἔστειλε γράμμα διηγούμενη τή συμφορά πού τή βρῆκε. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἁρπάξει τόν γιό της καί τόν εἶχαν πάει στήν Κωνσταντινούπολη μέ σκοπό βέβαια νά τόν κάνουν γενίτσαρο. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀνησυχώντας γιά τόν ἀνιψιό του, μπῆκε στόν κόπο καί πῆγε στήν Πόλη. Πράγματι ἐκεῖ τόν βρῆκε, εὐτυχῶς προτοῦ τόν ἀλλαξοπιστήσουν. Ἔκαμε μεγάλες προσπάθειες καί τελικά κατόρθωσε νά τόν ἐλευθερώσει καί νά τόν πάρει μαζί του.

Ἔτσι, γύρισαν στό Ἅγιο Ὄρος καί ἀφοῦ κράτησε τόν ἀνιψιό του σέ δοκιμασία τόν κούρεψε μοναχό. Ἡ ἀδελφότητα τῆς Μονῆς ἔδειχνε νά ἐνοχλεῖται γιά τόν ἀνιψιό τοῦ Ἁγίου, φοβούμενοι πώς οἱ Τοῦρκοι θά ἔπαιρναν ἐκδίκηση. Ἔτσι ξεκίνησε διχόνοια στή συνοδεία, μισοί τό ἀφῆναν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ κι ἄλλοι μισοί φοβόντουσαν τούς Τούρκους! Ὁ Ἅγιος ἀποφάσισε νά βάλει τέλος στό πρόβλημα. Πῆρε τόν ἀνιψιό του κι ἔφυγαν γιά τή Θεσσαλονίκη κι ἀπό ἐκεῖ στή Βέροια, πιθανότατα μέ σκοπό νά πᾶνε στά Γιάννενα, ἀπ’ ὅπου κατάγονταν.

Στή Βέροια, συγκινήθηκαν μέ ὅσα ἄκουσαν γιά τή Σκήτη κι ἀποφάσισαν νά τήν ἐπισκεφτοῦν. Διέμειναν στή Μονή τοῦ Προδρόμου καί, καθώς εὐαρεστήθηκαν, ἀποφάσισαν νά μείνουν. Ἔγιναν γρήγορα ἀγαπητοί, ἔτσι πού τούς δέχθηκαν οἱ πατέρες, καί σύντομα τούς ἔδωσαν εὐλογία νά κτίσουν ἕνα κάθισμα – δηλαδή μονύδριο – κοντά τους γιά νά τούς ἀπολαμβάνουν καί νά ὠφελοῦνται πνευματικά. Δέκα λεπτά πιό χαμηλά ἀπό τή Μονή Προδρόμου, πρός τό ποτάμι, ἔκτισε ὁ Ἅγιος Θεοφάνης τό κάθισμα στό ὄνομα τῆς Παναγίας. Μαζί του βρισκόταν κι ὁ ἀνιψιός του, ἀλλά σύντομα μαζεύτηκαν κι ἄλλοι ὑποτακτικοί. Ἐπειδή εἶχαν αὐξηθεῖ ἀρκετά, ἔπρεπε νά βροῦν κάποιο μεγαλύτερο χῶρο νά στεγαστοῦν. Ἡ Σκήτη, ὅμως, τῆς Βέροιας ἦταν γεμάτη – 50 ἀδελφότητες κοσμοῦσαν τήν κοιλάδα καί ὅλα τά σημεῖα ἦταν κατειλημμένα.

Ὁ Ἅγιος διαπίστωσε πώς ὑπάρχει κατάλληλο μέρος κοντά στή Νάουσα καί πηγαίνοντας ἐκεῖ ἀνήγειρε τή Μονή τῶν Ταξιαρχῶν. Πηγαινοέρχονταν μιά στή Σκήτη μιά στή Νάουσα. Κατά τό κτίσιμο, ὁ πρωτομάστορας δέν ἐνέκρινε τόν τόπο οἰκοδομῆς τῆς Μονῆς. Ἀλλά ὁ Ἅγιος ζήτησε σημάδι ἀπό τούς Ἀρχαγγέλους καί τό ἔλαβε. Τοποθέτησαν τά σχέδια σ’ ἕνα σημεῖο κι εἶπαν πώς ὅπου τά μεταθέσουν οἱ Ἀρχάγγελοι, ἐκεῖ νά κτισθεῖ καί τό μοναστήρι. Κι ὄντως τά σχέδια βρέθηκαν στό σημεῖο πού πρότεινε ὁ Ἅγιος Θεοφάνης. Μίαν ἄλλη φορά μιά ἀρκούδα κατασπάραξε τό γαϊδουράκι πού κουβαλοῦσε τά ὑλικά γιά τό κτίσιμο. Κι ὁ Ἅγιος – τόσο σπουδαῖος ἦταν – ἔζεψε τήν ἀρκούδα στή θέση τοῦ ὑποζυγίου.

Ἐνόσῳ ὁ Ἅγιος ἔκτιζε τό μοναστήρι, εἶχε χειροθετήσει ἡγούμενο στή Μονή τοῦ Προδρόμου τόν ἀνιψιό του. Ἔτσι, πέρασε τά ἑπόμενα χρόνια τῆς ζωῆς του πάντα πηγαινοερχόμενος ἀνάμεσα στή Σκήτη καί στή Μονή τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς Νάουσας. Ὅταν γέρασε ἀρκετά, ἀπομονώθηκε στό κάθισμα τῆς Παναγίας στή Σκήτη. Ἐκεῖ ἐξέπνευσε καί ἀνῆλθε πανηγυρικά στά Οὐράνια στίς 19 Αὐγούστου καί ἐτάφη κατά τά ἔθη τῆς μοναχικῆς τάξεως. Μετά τήν ἐκταφή του κι ἔχοντας οἱ Πατέρες βεβαιότητα γιά τήν ὁσιότητα τοῦ βίου του, ἐκόσμησαν τήν κάρα του μέ ἀργυρή περίτεχνη θήκη καί τήν τοποθέτησαν μαζί μέ τά ἄλλα ἱερά λείψανα τῆς Μονῆς τοῦ Προδρόμου. Τά ὑπόλοιπα ὀστᾶ ξανατάφηκαν καί ἐπάνω τους κατασκευάστηκε ἕνα προσκυνηματικό μνημεῖο.

Ὅταν μετά ἀπό αἰῶνες οἱ Τοῦρκοι κατέστρεψαν τή Σκήτη, γκρεμίστηκε τό κάθισμα τῆς Παναγίας, ἀλλά καί τό μνῆμα τοῦ Ἁγίου παραχώθηκε μέσ’ τά συντρίμμια. Στίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα, ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου κλάπηκε ἀπό Ναουσαίους πού ἤθελαν νά τήν ἔχουν στήν πόλη τους. Τό μνῆμα τοῦ Ἁγίου ἀνοίχθηκε τό 1926 μ.Χ. καί τά ὀστᾶ του (περίπου 60 τμήματα) τοποθετήθηκαν στό Ἅγιο Βῆμα τῆς Μονῆς Προδρόμου. Σήμερα σώζονται μόνον λίγα τεμάχια.

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Βλαστὸς Ἰωαννίνων ἀνεδείχθης περίδοξος,
καὶ θεῖος πολιοῦχος τῆς Ναούσης Θεόφανες,
ὡς ἄγγελος γὰρ ζήσας ἐπὶ γῆς, θαυμάτων ἐκομίσω δωρεάν,
καὶ παρέχεις τάς ἰάσεις τοῖς εὐλαβῶς, προστρέχουσι τῇ σκέπῃ σου.
Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι,
δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Μεγαλυνάριον

Τῶν Ἰωαννίνων θεῖος βλαστός,
καὶ Ναούσης μέγας, πολιοῦχος καὶ ἀρωγός,
καὶ πηγὴ θαυμάτων, Θεοφάνες ἐδείχθης·
διό σοῦ τὴν ἁγίαν Κάραν σεβόμεθα.